- τρυφερεύομαι
- V 0-0-0-1-0=1 Est 5,1ato be delicate, to be dainty; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
τρυφερεύομαι — ΜΑ [τρυφερός] (αποθ.) γίνομαι τρυφερός … Dictionary of Greek
τρυφερευομένη — τρυφερεύομαι pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυφερευομένην — τρυφερεύομαι pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυφερευσαμένη — τρυφερεύομαι aor part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυφερευόμενος — τρυφερεύομαι pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυφερεύεται — τρυφερεύομαι pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυφέρευμα — εύματος, τὸ, Α [τρυφερεύομαι] τρυφή … Dictionary of Greek